ἀναλύτης — deliverer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλύτης — Απλή συσκευή (γυάλινο κάτοπτρο, πλάκες διπλοθλαστικών σωμάτων, πολωτική επίστρωση κλπ.) με την οποία μπορεί να εξακριβωθεί αν μια ακτίνα φωτός είναι φυσική ή πολωμένη και να βρεθεί η διεύθυνση πόλωσης, γιατί επιτρέπει τη διέλευση μόνο της… … Dictionary of Greek
αναλυτής — ο θηλ. τρια αυτός που κάνει την ανάλυση, ο διερευνητής: Σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν ειδικούς αναλυτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλυτής ενέργειας — Σύστημα που ξεχωρίζει τα σωμάτια με διαφορετικές ενέργειες. Αποτελείται από δύο παράλληλες φορτισμένες πλάκες που δημιουργούν ανάμεσά τους ένα ηλεκτροστατικό πεδίο. Όταν παράλληλη δέσμη φορτισμένων σωματίων μπει μέσα στο πεδίο του ηλεκτροστατικού … Dictionary of Greek
ἀναλύταις — ἀναλύτης deliverer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αναλυτικός — ή, ό (Α ἀναλυτικός, ή, όν) [ἀναλύτης] ο σχετικός με την ανάλυση νεοελλ., λεπτομερής, εξονυχιστικός, διεξοδικός … Dictionary of Greek
πολωσίμετρο — Όργανο που αποτελείται από δύο πρίσματα Nicol και χρησιμεύει για τη μελέτη των κρυσταλλικών σωμάτων και των διαλυμάτων τους, τα οποία έχουν την ιδιότητα να στρέφουν το επίπεδο πολωμένου φωτός, προσδιορίζοντας το μέγεθος και τη διεύθυνση αυτής της … Dictionary of Greek
τουρμαλίνης — ο, Ν 1. (ορυκτ.) βοριοπυριτικό ορυκτό τού αργιλίου και τού νατρίου 2. φρ. α) «πλακίδιο τουρμαλίνη» (ορυκτ. φυσ.) οπτικό όργανο που έχει τη μορφή πλάκας πάχους μερικών δεκάτων τού χιλιοστομέτρου αποτελούμενης από ορυκτό τουρμαλίνη και… … Dictionary of Greek